- φαιδρον
- φαιδρόντό душевная ясность или веселье Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαιδρόν — φαιδρός bright masc acc sg φαιδρός bright neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαῖδρον — Φαῖδρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… … Dictionary of Greek
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
ψαιδρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φαιδρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. τού φαιδρός] … Dictionary of Greek
ИЛАРИОН ВЕЛИКИЙ — [греч. ῾Ιλαρίων ὁ Μέγας] (ок. 291, Фавафа, близ Газы 371, Кипр), прп. (пам. 21 окт.). И. В. считается основателем палестинского монашества. Его Житие было написано блж. Иеронимом Стридонским в основанном им мон ре рядом с храмом Рождества… … Православная энциклопедия